οξυπευκής

οξυπευκής
ὀξυπευκής, -ές (Α)
1. (για ξίφος) αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερός («ξίφος ὀξυπευκές», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξυπευκές
ὀξύπικρον» — αυτός που έχει πικρή, δριμεία οξύτητα, ξινόπικρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + -πευκής (< πεύκη), πρβλ. εχε-πευκής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀξυπευκές — ὀξυπευκής sharp pointed masc/fem voc sg ὀξυπευκής sharp pointed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”